ελληνορωμαϊκός, -ή

ελληνορωμαϊκός, -ή
1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες μαζί και στους Ρωμαίους, ο ελληνικός και ρωμαϊκός ταυτόχρονα: Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός.
2. που γίνεται με τον ελληνικό και το ρωμαϊκό τρόπο ταυτόχρονα: Ελληνορωμαϊκή πάλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γανώσης, Βασίλειος — (Κύμη 1896 – Αθήνα 1974). Γεωπόνος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γεωπονία στην Εθνική Σχολή Γεωπονίας του Γκρινιόν (Γαλλία) και ειδικεύτηκε σε θέματα γεωργικής υδραυλικής και οικοδομικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”